- αμνησικάκητος
- -η, -οεκείνος για τον οποίο δε διατηρεί κανείς μνησικακία: Ακόμη κι αν σου 'κανε κάτι τον συγχωρούσες· ήταν άνθρωπος αμνησικάκητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.